Η έρευνα «’Κοινόχρηστη αρχαιογνωσία’ και παραστάσεις αρχαίου δράματος» μελετά τις θεατρικές κριτικές των παραστάσεων αρχαίου δράματος αναζητώντας τους όρους με τους οποίους αυτές διαμορφώνουν τη γνώση που αποτυπώνει την Αρχαιότητα στο συλλογικό φαντασιακό, στη συλλογική συνείδηση.
Η έρευνα αρθρώνεται σε δύο επιμέρους μεγάλα ερευνητικά προγράμματα με Επιστημ. Υπεύθυνη την Ελένη Παπάζογλου:
α) «Κοινόχρηστη αρχαιογνωσία» και παραστάσεις αρχαίου δράματος 1975-1995.
Το έργο υλοποιήθηκε στο διάστημα Ιούνιος 2018 – Φεβρουάριος 2020, και χρηματοδοτήθηκε στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» [ΕΣΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και εθνικοί πόροι].
β) «Κοινόχρηστη αρχαιογνωσία« και παραστάσεις αρχαίου δράματος 1950-75 και 1995-σήμερα.
Το έργο ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2024 και θα διαρκέσει μέχρι τον Δεκέμβριο του 2025. Yλοποιείται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – NextGenerationEU (Φορέας Υλοποίησης: ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.).
Στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος δημιουργήθηκε μια Βάση Δεδομένων με σχετικά δημοσιεύματα από το διάστημα 1975-95. Στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος, ο χρονικός ορίζοντας της Βάσης διευρύνεται, ώστε αυτή να καλύψει τελικά όλο το διάστημα από τις απαρχές της δεκαετίας του 1950 έως τις μέρες μας [η τροφοδότηση της Βάσης με το υλικό από το 1950-75 και το 1995-σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί την άνοιξη του 2025. Για την ώρα, το υλικό αυτό δεν είναι προσβάσιμο].
Είσοδος στη Βάση Δεδομένων-
Τοποθετώντας στο επιστημονικό στόχαστρό της ένα ριζικά εφήμερο φαινόμενο, η μελέτη του θεάτρου ξεκίνησε την ακαδημαϊκή καριέρα της εστιάζοντας στα κείμενα, στη συνέχεια άνοιξε τον ορίζοντά της ώστε να συμπεριλάβει την καλλιτεχνική παραγωγή, για να τον διευρύνει, τελικά, ακόμη περισσότερο προσεγγίζοντας την παράσταση ως ένα ζωντανό κοινωνικό γεγονός, ως μια πολιτισμική επιτέλεση, βασισμένη στη διάδραση κοινού και ηθοποιού. Στην περίπτωση της αποκαλούμενης «αναβίωσης» του αρχαίου δράματος στην Ελλάδα, το θεατρικό φαινόμενο αποκτά πιο περίπλοκες παραστασιακές (ανθρωπολογικές, ακόμη και ευθέως πολιτικές) διαστάσεις: δεδομένου ότι οι παραστάσεις αρχαίου δράματος συνιστούν τη βασική οδό, μέσα από την οποία οι σύγχρονοι Έλληνες προσεγγίζουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, οι παραγωγές αυτές, απευθυνόμενες σε μαζικά και ετερόκλητα ακροατήρια, φέρουν το ιδεολογικό βάρος της Αρχαιότητας ως διαχρονικής αναφοράς της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Έτσι, οι παραγωγές και η πρόσληψή τους από το κοινό αποτελούν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο διάδοσης ιδεών περί την Αρχαιότητα, συνεισφέροντας αποφασιστικά σε ένα είδος «κοινόχρηστης αρχαιογνωσίας»: της γνώσης που αποτυπώνει την Αρχαιότητα στο συλλογικό φαντασιακό, στη συλλογική συνείδηση.
Οι θεατρικές κριτικές είναι εντελώς απαραίτητες στη μελέτη αυτής της «κοινόχρηστης αρχαιογνωσίας», καθώς δεν καθρεφτίζουν απλώς τις πίστεις και τις αντιφάσεις της, αλλά είναι καθοριστικές για την ίδια τη διαμόρφωσή τους: χρησιμοποιώντας μια οιονεί επιστημονική ρητορική, οι Έλληνες θεατρικοί κριτικοί αφιερώνουν μεγάλο μέρος των άρθρων τους σε εκτενείς αναλύσεις των αρχαίων έργων, προτού (και προκειμένου να) αξιολογήσουν τις παραστάσεις, σύμφωνα με ό,τι αυτοί θεωρούν ‘πιστό’ προς το υποτιθέμενο αυθεντικό νόημα του Κειμένου και του αρχαίου. Η ρητορική των κριτικών, συνεπώς, μπορεί να μας προσφέρει έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό δείκτη για την ευρύτερη πρόσληψη της Αρχαιότητας στη σύγχρονη ελληνική συνείδηση.